- συγκοπτικός
- -ή, -όν, ΜΑ [συγκόπτω]μσν.αυτός που επιφέρει συγκοπή, λιποθυμίααρχ.ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγκοπή.επίρρ...συγκοπτικῶς Αόπως αυτός που υπέστη συγκοπή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκοπτικός — of syncope masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκοπτικῶν — συγκοπτικός of syncope fem gen pl συγκοπτικός of syncope masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκοπτικόν — συγκοπτικός of syncope masc acc sg συγκοπτικός of syncope neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκοπτικαῖς — συγκοπτικός of syncope fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκοπτικαί — συγκοπτικός of syncope fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκοπτικοί — συγκοπτικός of syncope masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκοπτικούς — συγκοπτικός of syncope masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκοπτική — συγκοπτικός of syncope fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκοπτικῶς — συγκοπτικός of syncope adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκοπτικάς — συγκοπτικά̱ς , συγκοπτικός of syncope fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)